Μια καυτή μέρα του Ιουλίου έφτασα στο νέο νοσοκομείο του Παραλιμνίου, οδηγώντας από την Λευκωσία. Όπως ήμουν καλά προφυλαγμένος μέσα στην κλιματιζόμενη Octavia, δεν είχα αντιληφθεί την αφόρητη ζέστη που εξελισσόταν. Αλλά όταν κατέβηκα από το αυτοκίνητο, δέχθηκα το πυρωμένο καλωσόρισμα του μεσογειακού ήλιου...
Ήταν μια ενδιαφέρουσα διαδρομή, από την παλιά οδό Λευκωσίας – Αμμοχώστου, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι ένας ευθύς και μακρύς επαρχιακός δρόμος. Μια διαδρομή στο μέσον ακριβώς της Πράσινης γραμμής, με φυλάκια εκατέρωθεν που φυλάνε βαριεστημένοι φαντάροι.
Οι πολλές σημαίες κάνουν βαριά την ατμόσφαιρα. Δεν φτάνουν οι τόσες τουρκικές, ελληνικές, κυπριακές σημαίες. Είναι και οι σημαίες του ΟΗΕ.. Όμως σε αυτή την διαδρομή οι σημαίες δεν τελειώνουν ποτέ. Λίγο πιο πέρα, κοντά στο ελληνοκυπριακό χωριό του Αγίου Νικολάου, συνάντησα και τις αγγλικές σημαίες της βρετανικής βάσης της Δεκέλειας. Παραπέρα, δηλαδή στο αμέσως επόμενο από την βάση round about,όπου έφτασα λόγω μιας σύγχυσης για την διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσω, ήταν και ένα τουρκοκυπριακό μπλόκο.
Εκεί ένας ευγενής Τουρκοκύπριος, με καλά ελληνικά, με προέτρεψε να οδηγήσω μέσα στα κατεχόμενα, αφού όμως αγοράσω ασφάλιση μίας ημέρας για το αυτοκίνητο, μιας και οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν καλύπτουν τις ζημιές στην ζώνη της κατοχής. .
Αρνήθηκα ευγενικά και συνέχισα την διαδρομή μου στρίβοντας δεξιά, περνώντας μέσα από τον πολύ περιποιημένο οικισμό του Αγίου Νικολάου, με κατεύθυνση προς την Δερύνεια. Ανοιχτοί κάμποι γύρω γύρω, η Κύπρος είναι ένα πολύ ομαλό νησί και όλη εκείνη η περιοχή χαρακτηρίζεται από το λευκό ασβεστολιθικό χρώμα της γης. Λίγο μετά έφτασα στο Παραλίμνι. Και ψάχνοντας προς το τέλος της πόλης, φάνηκε επιτέλους στα δεξιά μου το μικρό νοσοκομείο.
Ο λόγος της επίσκεψής μου ήταν μία ερευνητική εργασία που ξεκίνησα, αλλά ποτέ δεν τελείωσα λόγω του ασταθούς μου χαρακτήρα...(sic).
Έπρεπε λοιπόν να μιλήσω με κάποιους από το προσωπικό. Περιηγήθηκα στα τμήματα, και χρειάστηκε να περιμένω αρκετά καθώς εκείνη την ώρα του μεσημεριού όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι, προετοιμαζόμενοι για την αλλαγή της βάρδιας.
Σε μία από τις κλινικές αντάλλαξα λίγες μόνο κουβέντες με μια κυρία από το βοηθητικό προσωπικό, καθώς περίμενα την προϊσταμένη του τμήματος. Γρήγορα όμως αποσύρθηκα από την μάλλον τυπική αυτή κουβέντα και κατευθύνθηκα σε ένα παράθυρο του τμήματος που μου φάνηκε ότι έχει καλή θέα. Και τότε είδα για πρώτη φορά στην ζωή μου την έρημη πόλη.
Κειτόταν στο βάθος του ορίζοντα, κάπως θολή από την αχλή του καυτού μεσημεριού που την περιέβαλλε και την έκανε να αποπνέει μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα. Στο τοπίο ανάμεσα στην πόλη και στο παράθυρό μου απλωνόταν ένας κάμπος και σκόρπια κτίσματα. Αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τις λεπτομέρειες λόγω της απόστασης, μα όχι μόνο. Η σκέψη μου άρχισε να ταξιδεύει μπροστά στην θέα της πόλης φάντασμα και το βλέμμα μου σκοτείνιασε. Και ένα ακατανόητο ρίγος με διαπέρασε εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου. Όσα είχα διαβάσει και μάθει από προσωπικές συζητήσεις, από βιβλία και διάφορες πηγές στο διαδίκτυο, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Το ανατριχιαστικό σκηνικό, μείγμα εθνοτικών διαφορών, μιλιταριστικής αντίληψης και ιστορικής συγκυρίας με τάραξε. Η θέα εκείνη μου φάνηκε σα μια γιγαντιαίων διαστάσεων σκηνοθεσία, από αυτές που μόνο η Ιστορία ξέρει να στήνει. Μια ολόκληρη πόλη εγκαταλελειμμένη, γύρω γύρω φυλάκια και στρατός, φρουρός μιας αμφίβολης προσωρινότητας. Ταπεινό πιόνι στη κολοσσιαία σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής, η πόλη περιμένει σιωπηλή να αποφασιστεί η τύχη της. Στο μεταξύ ο χρόνος, αμείλικτος και ακατάλυτος, εργάζεται υπομονετικά, χωρίς συναισθήματα. Τα συναισθήματα ίσως είναι για τους βουβούς πρόσφυγες, που στεγνοί πια από δάκρυα παρακολουθούν από τα συρματοπλέγματα την μητρική τους πόλη να πεθαίνει, χωρισμένη από τα παιδιά της, που θα μπορούσαν να την φροντίσουν.
Έριξα άλλη μια μελαγχολική ματιά στην έρημη πόλη, στα άσπρα χώματα και στην ανήσυχη θάλασσα στο βάθος. Και είδα από το παράθυρο του νοσοκομείου του Παραλιμνίου, άλλο ένα επεισόδιο της πανάρχαιας διαμάχης ανάμεσα στην Ανατολή και στην Δύση, μιας διαμάχης που με έχει καθορίσει πολιτισμικά, εμένα, ένα πολίτη του Ελληνικού κράτους. Είδα μια πόλη που λέγεται Αμμόχωστος. Μια πόλη που χιλιετηρίδες ολόκληρες μιλάει Ελληνικά και τώρα πια έχει σιγήσει. Μια εκκωφαντική σιωπή που την διακόπτουν που και που οι αμανέδες που τραγουδούν οι Τούρκοι σκοποί των συρματοπλεγμάτων.
Εκεί, μπροστά στην καταφανή αγριότητα της Πράσινης γραμμής, αναρωτήθηκα για τα πράγματα που έχουν αξία, για το παρελθόν και το μέλλον μου. Εγώ, ένας ανώνυμος πολίτης, φορέας όμως μιας παλιάς κουλτούρας και κληρονόμος μιας σπουδαίας γλώσσας, αισθάνθηκα να βαραίνουν οι ώμοι μου. Γιατί κατάλαβα ότι εκεί βρίσκεται ένα απώτατο άκρο...
ΑΝΟΙΞΕΤΕ |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου