Κάθε μέρα. Κάθε πρωί... Το βάρβαρο ξυπνητήρι με ξυπνάει δια της βίας. Πάλι από την αρχή το καθημερινό τελετουργικό, το πλύσιμο, το ξύρισμα, το βιαστικό ντύσιμο, το ζέσταμα του κινητήρα της μοτοσυκλέτας μου. Κάθε πρωινό ξυπνάω πραγματικά πάνω στην μοτοσυκλέτα μου, καθώς ο διεισδυτικός αγέρας του πρωινού με ραπίζει στο πρόσωπο και ξεσηκώνει τα κύτταρά μου για άλλο ένα κοπιαστικό οχτάωρο. Και έπειτα η γνωστή πια διαδρομή, η έξοδος από το στενό αδιέξοδο όπου βρίσκεται το σπίτι μου, και η είσοδος στον κεντρικό δρόμο που θα με οδηγήσει στην δουλειά....
Η ρουτίνα, η ρουτίνα που μπορεί να είναι εξαντλητική, η ρουτίνα που μπορεί να σε νικήσει, με τις μικρές και επαναλαμβανόμενες καθημερινά δόσεις της, ένα είδος κοινωνικού μιθριδατισμού τον οποίο δέχομαι να υποστώ με αντίτιμο την ασφάλεια.
Βαριές σκέψεις για το πρωινό...Αλλά ξαφνικά ένα βίαιο χτύπημα των αναρτήσεων της μοτοσυκλέτας μου διακόπτει τις σκέψεις. Η μηχανή γονατίζει για λίγο και η δόνηση μεταφέρεται στις αρθρώσεις των ποδιών και έπειτα σαν ένα δυνατό κύμα χτυπάει την μέση μου.
Συνηθισμένο...Η Λακκούβα. Μια ύπουλη τρύπα στην άσφαλτο, κακοτεχνία από κάποιο άνοιγμα του αποχετευτικού συστήματος, με περιμένει εκεί, πιστή στο καθημερινό μας ραντεβού,χρόνια τώρα, ένα λάθος που επαναλαμβάνω συχνά, μέσα στην πρωινή μου βιασύνη.
Η Λακκούβα είναι πια ένα κομμάτι της ιστορίας μου . Κανονικά θα έπρεπε να έχει και ένα όνομα, τόσο οικεία και γνώριμη είναι για μένα. Πέντε χρόνια εκεί, σταθερή, χωρίς κανένας να νοιάζεται γι αυτήν, παρά μόνο όταν το ταλαίπωρο αυτοκίνητό τους αισθάνεται την ύπαρξή της. Αμέσως μετά όμως όλοι την ξεχνάνε. Άδικο! Για μένα αυτή η Λακκούβα έχει ταυτότητα, είναι ένα στοιχείο της προσωπικότητας της πόλης μου. Έχει γίνει μια σταθερή αξία, μία παιχνιδιάρα φίλη που με δοκιμάζει με τις παγίδες της. Που μου υπενθυμίζει το αναπάντεχο της διαδρομής μου, που με ρωτάει κάθε πρωινό χαμογελώντας πονηρά αν είμαι έτοιμος να εργαστώ, αν ξύπνησα αρκετά ώστε να μπορώ να επιστρέψω πίσω κάτι, έστω, από όλα όσα απλόχερα μου προσφέρθηκαν... Προκύπτουν και δυνατότητες συζήτησης από την αγαπημένη μου Λακκούβα. Με την φίλη μου την Σοφία φιλονικούμε συχνά για το ποιος έχει πιαστεί πιο πολλές φορές στο δόκανό της, καθώς και οι δύο χρησιμοποιούμε τον ίδιο δρόμο για να πάμε στην δουλειά.
Ναι λοιπόν. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν. Την θέλω εκεί για πάντα, να παίζω τα παιχνίδια μου μαζί της. Να την αποφεύγω, να την περνάω προσεκτικά, να την ξεχνάω, εγώ, ο πολίτης της αγαπημένης μου πόλης. Θέλω να βρίσκεται πάντα εκεί, απαραίτητο συμπλήρωμα της δικής μου ύπαρξης. Και για να σας πω την αλήθεια, εδώ, στην πόλη πού τόσο λάτρεψα, που τόσο όμορφα έζησα και ζω, έχω πολλές πιθανότητες να το πετύχω....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου