Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

To μπατσάκι


Το μπατσάκι είναι υποκοριστικό του μπάτσος. Διαπίστωσα ότι ο σεβαστός καθηγητής δεν συμπεριέλαβε αυτή την λέξη στο καταπληκτικό λεξικό του, αν και του είχα επισημάνει την παράλειψή του (sic). Αντιθέτως έχει λήμμα για μπάτσος, μπατσίνα, όχι όμως για το μπατσάκι. Παρεμπιπτόντως να σας το εξηγήσω, η λέξη  προέρχεται από την τουρκική λέξη “baç” που σημαίνει “φόρος”, ήταν ένα φόρος που εισέπρατταν οι χωροφύλακες, μάλλον πληρώνονταν με αυτόν στο ιδιόμορφο οθωμανικό σύστημα.

Το μπατσάκι στα νέα ελληνικά όμως είναι η ελληνοπρεπής εκδοχή αυτού που ονομάζουμε σεκιουριτάς. Είναι ένας φτηνός εργαζόμενος που συνήθως υπογράφει κάποια ληστρική σύμβαση με το αφεντικό του για ψίχουλα, αχ Ελλάδα του Μνημονίου, και αστυνομεύει, χωρίς να οπλοφορεί, ιδιωτικούς χώρους, σούπερ μάρκετ, εμπορικά κέντρα, κλπ. Δεν ξέρω ποιος κακοήθης προφανώς εγκέφαλος σκέφτηκε να τους ονομάσει έτσι, σε αντιδιαστολή  με τα σοβαρά όργανα του Νόμου και της Τάξης, που οπλοφορούν και ονομάζονται σκέτο, μπάτσοι. Ά, να τους προσέχετε αυτούς, έχουν και άλλα σαδιστικά όργανα όπως χειροπέδες και ενίοτε τα χρησιμοποιούν όταν τους τσατίσετε. Κορίτσια μην φαντασιώνεστε σας παρακαλώ με τις χειροπέδες και τις στολές, εδώ κάνουμε σοβαρή αρθρογραφία...
Εγώ θέλω μόνο να μιλήσω για το δικό μου μπατσάκι, που δουλεύει στο σούπερ μάρκετ και έχει πάρει στα σοβαρά την δουλειά του, όπως  οφείλει να κάνει κάθε εργαζόμενος, από καταβολής κόσμου. Έχει ξυρισμένο κεφάλι και πολύ μαχώ λούκ. Νεαρός, ψηλός και γεροδεμένος, όπως πρέπει να είναι το ιδανικό μπατσάκι, είναι συνεχώς σε εγρήγορση. Έχει θυμωμένο και πολύ καχύποπτο βλέμμα που σε σκανάρει συνεχώς, σαν μηχάνημα αξονικής τομογραφίας.
Εγώ από την άλλη συνήθως κυκλοφορώ χύμα, αξύριστος και λοιπά, δεν ξέρω γιατί, μάλλον έτσι μου την δίνει, ίσως βαριέμαι κιόλας, άβυσσος η ψυχή των...χυμείων. Τώρα τον χειμώνα μάλιστα, έχω και ένα παλιό σακάκι με πολυυυύ μεγάλες τσέπες, ναι το βρήκατε, αυτό το ντύσιμο εκνευρίζει πολύ τα ψαγμένα μπατσάκια. Πηγαίνω λοιπόν στο σούπερ μάρκετ με αυτό το σακάκι και το αγαπητό μου μπατσάκι καρφώνει αμέσως πάνω μου το θυμωμένο βλέμμα του και δεν το ξεκολλάει με τίποτα σας λέω. Γυρνάω την πλάτη μου, αλλά πάλι έχω αυτή την δυσάρεστη αίσθηση, ότι κάποιος με παρακολουθεί αγρύπνως.
Μερικές φορές τσεκάρω την κατάσταση, στρίβω απότομα και με ταχύτητα προς τα πίσω, δήθεν ότι ξέχασα το νουνού από το ράφι. Και φυσικά πάντα συλλαμβάνω το μπατσάκι να με παρακολουθεί προσεχτικά.

Για να σας πω την αλήθεια, στην αρχή εκνευριζόμουν πολύ με αυτό το θέμα. Μετά όμως, δεν ξέρω γιατί, κάπως το βρήκα διασκεδαστικό. Άρχισα λοιπόν κι εγώ τον..αθέμιτο ανταγωνισμό. Ειδικά τον χειμώνα, άλλο μυστήριο κι αυτό να αναλύσω, έχω μια ιδιαίτερη προτίμηση στις σοκολάτες, ενώ γενικά δεν μου αρέσουν τα γλυκά. Το αγαπημένο μου σούπερ μάρκετ λοιπόν έχει ένα καταπληκτικό ράφι με σοκολάτες. Πάντα, όταν πλησιάζω εκεί το βήμα μου αποκτά αυτοπεποίθηση. Κοιτάζω το μπατσάκι στα μάτια και χαμογελώ μυστηριωδώς. Μάλιστα έχω αποκτήσει και ένα απρόσμενο τικ, του ανοιγοκλείνω γρήγορα τα μάτια, πως κάνουμε ματάκια, έτσι. Αυτός πάλι με την σειρά του σμίγει τα φρύδια και με καρφώνει επιτιμητικά. Τότε λοιπόν και 'γω αρπάζω γρήγορα μια σοκολάτα από το ράφι, και κάνω πως την βάζω στην τσέπη του άθλιου σακακιού μου. Αμέσως το μπατσάκι μπαίνει σε συναγερμό και το σώμα του τοποθετείται σε θέση μάχης.
Τότε όμως εγώ χτυπάω κάπως θεατρικά με το ελεύθερό  χέρι μου  το μέτωπο , σάμπως να ξεχάστηκα, σάμπως να ήμουν αφηρημένος και γυρνάω άμεσα την σοκολάτα στο ράφι. Κάνω πάλι τα αγαπημένα μου ματάκια και απομακρύνομαι σοβαρός.

Τέλος πάντων με αυτό τον τρόπο καταπολέμησα τον εκνευρισμό μου με το μπατσάκι του σούπερμάρκετ. Μόνο να, επειδή τώρα τελευταία γυρνάω συχνά στην αγαπημένη μου πόλη, άρχισα να παρατηρώ προσεκτικότερα. Και είδα ότι γεμίσαμε τις πόλεις μας και τα μαγαζιά μας με μπατσάκια. Φοράνε κάτι απίθανες στολές, με διακριτικά που θυμίζουν αξιωματικούς του Σταρ Τρεκ και αστυνομεύουν συνεχώς και παντού. Και μιας και είμαι ένα χωριατόπαιδο που θυμάται τις ανοιχτές πόρτες στην γειτονιά που δεν τις αστυνόμευε κανείς, με πιάνει ξέρετε μια μελαγχολία. Ζούμε memorandum days και το μπατσάκι είναι ένα επάγγελμα με μέλλον.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ράφτρα της Κοκκινιάς

Μαλαματένια λόγια, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Ελευθερίου Το ιστορικό βίντεο του 1974 "Καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία και νά 'σουν ράφτρα μες την Κοκκινιά. .. " Αριστουργηματικό τραγούδι, ιστορική συνάντηση, ο νεοελληνικός πολιτισμός σε μια πολύ δυνατή στιγμή του. Και η δύναμή του αυτή δεν πηγάζει από τις... συμμορίες, αλλά γεννιέται απλά και αβίαστα από την ράφτρα της Κοκκινιάς. Κοιτάζω ξανά και ξανά το παλιό  βίντεο του 1974. Τα σεμνά παιδιά που τραγούδησαν τόσο δυνατά αυτό το τραγούδι, μου φάνηκε πως γεννήθηκαν κι αυτά από μια τέτοια μάνα. Και της αποτίουν ύψιστο φόρο τιμής. Η παλιά Κοκκινιά Ποια είναι η ράφτρα της Κοκκινιάς ; Κυριολεκτικά μιλώντας, θα μπορούσε να είναι μια προσφυγοπούλα, που κατάγεται από την χαμένη πια γι αυτήν πατρίδα της Ιωνίας, που μεγάλωσε σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον και ρίχτηκε σε ένα άθλιο αντίσκηνο στις αλάνες τότε της Κοκκινιάς, θύμα βίαιου ξεριζωμού και μιας πρωτοφανούς σε μέγεθος αλλά και ιστορική β
Αγαπητοί αναγνώστες    Μετακινούμε το περιεχόμενο της ιστοσελίδας μας, όπως σας έχουμε παλιότερα ανακοινώσει.  Πράγματι παρατηρούνται καθυστερήσεις, αλλά το τελικό αποτέλεσμα θα δικαιώσει πιστεύουμε την αναμονή.   Το παρόν blog διατηρείται για ιστορικούς λόγους, αλλά μια επιλογή από τα άρθρα του μετακομίζει στο νέο   χώρο, ταξινομημένο στην γενική κατηγορία τα παλιά. Στο καινούριο blog θα μιλήσουμε για τη ζωή, την πολιτική και την κοινωνία στους καιρούς μας.  Αργότερα θα εμπλουτίσουμε με το νέο περιεχόμενο το ανανεωμένο memorandum days .    Σας ευχαριστούμε για την αγάπη σας.

O Χασοδίκης, Ο Καβουρίδης και ο Παύλος, μια εντελώς φανταστική ιστορία

    Ο κος Χασοδίκης καθόταν αναπαυτικά στην περιστρεφόμενη δερμάτινη πολυθρόνα του. Μπροστά  απλωνόταν το  πολυτελές εβένινο γραφείο  και πίσω του,  μέσα από  την τζαμαρία του μεγάλου παράθυρου, δέσποζε πάνω στον ιερό βράχο η αρμονική φιγούρα του Παρθενώνα, κυκλωμένου μέσα στην λιτή του μεγαλοπρέπεια από τα απαλά χρώματα του αττικού σούρουπου.       Ήταν μια καλή μέρα για τον κο Χασοδίκη. Παρά την μεγάλη κρίση που έπληττε χιλιάδες συναδέλφους του, ο ίδιος είχε εξασφαλίσει για το  γραφείο του μερικές μεγάλες υποθέσεις, που θα συντηρούσαν  για καιρό τα κέρδη του.   Ίσως γι αυτό ο κος Χασοδίκης είχε μια έκφραση ικανοποίησης καθώς ατένιζε σιωπηλά τον Παρθενώνα  και χάιδευε ράθυμα την κοιλίτσα του κάτω από το ακριβό γιλέκο. Ίσως όμως και να σκεφτόταν το ξανθό γκομενάκι που θα συναντούσε αργότερα στην κρυφή του γκαρσονιέρα..Ποιος ξέρει...      Τότε άρχισε να δονείται το  τηλέφωνο. Ο κος Χασοδίκης μισούσε τα τηλέφωνα ειδικά όταν του διέκοπταν τις σκέψεις του.  Απηυδισμένος όπως ήταν από τα