Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Μαργαρίτα που με μισεί

Πέρασαν δύο χρόνια κιόλας, από τότε που συνάντησα τελευταία φορά την Μαργαρίτα.  Την είδα και πάλι τυχαία  στην πλατεία, που  αρχίσαμε  να μαζευόμαστε το φετινό καλοκαίρι.   Φορούσε ένα ριχτό πλουμιστό φόρεμα και πάνινα βεραμάν παπούτσια, στα χείλη το οικείο από παλιά άλικο κραγιόν και στα δεξί αυτί μια σειρά από διαμαντάκια.     Τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της   ταράχτηκαν ελαφρά όταν γύρισε να με χαιρετήσει, σαν ένα ξέσπασμα της φωτιάς στο παράγγελμα της απογευματινής  αύρας.  Η Μαργαρίτα που πάντα της άρεσε να παίζει με τα 40 μου χρόνια, ένα πλάσμα αέρινο, σβέλτο, πανέμορφο, με τα καστανά της αμυγδαλωτά μάτια  να με κυττάζουν  βαθιά όταν της μιλούσα, με ένα απροσδιόριστο τόνο που είχε κάτι από συγκέντρωση, κάτι από περιπαιχτική διάθεση, εκπέμποντας όμως πάντα μια αίσθηση του απέραντου, της θάλασσας και του ουρανού που  ενώνονται  στο βάθος του ορίζοντα.  
    Τέλειωσε το πανεπιστήμιο  και έμεινε άνεργη μου είπε, αφού ανταλλάξαμε  τις πρώτες τυπικές κουβέντες, τι κάνεις, χαθήκαμε και τα λοιπά.  Έψαξε καιρό για δουλειά, πρώτα στα οικονομικά που είχε σπουδάσει,  αργότερα όμως  σταμάτησε απογοητευμένη να διαλέγει.  Έψαξε δουλειές του ποδαριού, κατάφερε να εργαστεί σε φαστφουντάδικο και μετά σε καφετέρια, περιστασιακά, τα αφεντικά είχαν μεγάλο περιθώριο επιλογής και προτιμούσαν να ανανεώνουν τις γκαρσόνες τους.  Έπειτα μοίρασε διαφημιστικά φυλλάδια, την φέσωσαν, ακόμα της χρωστάνε, κουράστηκε και σταμάτησε να ψάχνει, μου είπε.   28 χρονών και όμως κουρασμένη.  
    Συζητήσαμε για αρκετή ώρα με την Μαργαρίτα, καθισμένοι σε ένα πεζούλι της πλατείας.  Ο πολύχρωμος κόσμος τριγύρω έφτιαχνε ένα ωραίο σκηνικό για την συζήτησή μας.  Το πάλκο με τους ομιλητές και την μικροφωνική, εκεί ανέβαιναν διάφοροι ειδήμονες και μη για την αναγκαία επαφή με το μικρόφωνο.  Κάποια θεματικά περίπτερα, όπως αυτό του ανοιχτού λογισμικού.  Οι μπύρες και τα αναψυκτικά που τα πούλαγε η μαυροφορεμένη νεολαία.  Και κάποιοι γύφτοι ακόμα, να περιφέρονται με τα καλούδια τους.  Γκρουπάκια ανέβαιναν κατά διαστήματα για να διασκεδάσουν τον κόσμο.  Ναι, ήταν διαφορετική η πλατεία μας αυτό το καλοκαίρι.
- Αλλά εσύ δεν ανήκεις εδώ,  μου πέταξε ξαφνικά η Μαργαρίτα, είσαι βολεμένος, έχεις την σταθερή δουλειά σου και διαμαρτύρεσαι κι από πάνω.   Ανήκεις σ αυτούς που αφαίρεσαν την ελπίδα από την γενιά μου. 
Έμεινα άφωνος για να πω την αλήθεια.  Η αισθαντική κοπέλα που είχα απέναντί μου, η καλή μου φίλη, για πρώτη φορά εκδήλωνε μια επίθεση απέναντί μου, πρώτη φορά είδα μια σπίθα μίσους θα τολμούσα να πω στα πανέμορφα μάτια της.   Δεν αισθανόμουν φυσικά  προνομιούχος, αλλά αυτό δεν είναι και το θέμα του άρθρου.   Σιώπησα ξαφνικά και άρχισα να συλλογιέμαι την όμορφη κοπέλα με τα στητά στήθη που καθόταν δίπλα μου, τον κόσμο στην πλατεία, τις δυσκολίες της καθημερινότητας, την αγωνιώδη προσπάθεια των νέων παιδιών να εξασφαλίσουν εργασία.   Και το κοντράστ προέκυψε αυθόρμητο, η προκλητική  τηλεοπτική προπαγάνδα, οι απειλές και οι εκβιασμοί που έγιναν καθημερινότητα πια, οι περικοπές μισθών, οι απολύσεις, οι κοπρίτες, ο διασυρμός, η σιωπηλή ακόμα μεσαία τάξη που βλέπει να ξηλώνονται σαν παλιό πουλόβερ οι βεβαιότητες της μεταπολίτευσης.  Ξαναγύρισα προς την Μαργαρίτα, το πρόσωπό της πιο σκοτεινό τώρα, σα να καθρέπτιζε μια μπόρα έτοιμη να ξεσπάσει.  Αυτή, η κόρη του υδραυλικού, που έκανε σωστά όλα όσα η προηγούμενη γενιά της είπε ότι έπρεπε να κάνει, να κάθεται τώρα άπραγη στην πλατεία.  Είδα φυσικά την εικόνα, πως οι βιρτουόζοι γκεμπελίσκοι της προπαγάνδας διέσπειραν την διχόνοια ανάμεσα στις γενιές, ανάμεσα στις τάξεις, με σκοπό να αναιρέσουν την δυνατότητα μιας σύνθεσης των αντιθέσεων.   Να επιπλεύσουν σα φελλοί πάνω στη θάλασσα της αφέλειάς μας.  Κι η Μαργαρίτα κουρασμένη, όλοι κουρασμένοι, καθώς μας συνθλίβει η μυλόπετρα της ανάγκης.  Μόνο να, εκείνο το γλυκό καλοκαιρινό σούρουπο, δεν είχα καμιά διάθεση αντιδικίας.  Χαμογέλασα στην Μαργαρίτα και της ευχήθηκα καλό βράδυ. Και πήρα μόνος μου το δρόμο για το σπίτι.   Σε λίγο βράδιασε και ο λαμπρός καλοκαιρινός ουρανός σα να φαινόταν αδύναμος μπροστά στην προκλητική φωταψία της αγαπημένης μου πόλης. 


                                      

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ράφτρα της Κοκκινιάς

Μαλαματένια λόγια, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Ελευθερίου Το ιστορικό βίντεο του 1974 "Καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία και νά 'σουν ράφτρα μες την Κοκκινιά. .. " Αριστουργηματικό τραγούδι, ιστορική συνάντηση, ο νεοελληνικός πολιτισμός σε μια πολύ δυνατή στιγμή του. Και η δύναμή του αυτή δεν πηγάζει από τις... συμμορίες, αλλά γεννιέται απλά και αβίαστα από την ράφτρα της Κοκκινιάς. Κοιτάζω ξανά και ξανά το παλιό  βίντεο του 1974. Τα σεμνά παιδιά που τραγούδησαν τόσο δυνατά αυτό το τραγούδι, μου φάνηκε πως γεννήθηκαν κι αυτά από μια τέτοια μάνα. Και της αποτίουν ύψιστο φόρο τιμής. Η παλιά Κοκκινιά Ποια είναι η ράφτρα της Κοκκινιάς ; Κυριολεκτικά μιλώντας, θα μπορούσε να είναι μια προσφυγοπούλα, που κατάγεται από την χαμένη πια γι αυτήν πατρίδα της Ιωνίας, που μεγάλωσε σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον και ρίχτηκε σε ένα άθλιο αντίσκηνο στις αλάνες τότε της Κοκκινιάς, θύμα βίαιου ξεριζωμού και μιας πρωτοφανούς σε μέγεθος αλλά και ιστορική β
Αγαπητοί αναγνώστες    Μετακινούμε το περιεχόμενο της ιστοσελίδας μας, όπως σας έχουμε παλιότερα ανακοινώσει.  Πράγματι παρατηρούνται καθυστερήσεις, αλλά το τελικό αποτέλεσμα θα δικαιώσει πιστεύουμε την αναμονή.   Το παρόν blog διατηρείται για ιστορικούς λόγους, αλλά μια επιλογή από τα άρθρα του μετακομίζει στο νέο   χώρο, ταξινομημένο στην γενική κατηγορία τα παλιά. Στο καινούριο blog θα μιλήσουμε για τη ζωή, την πολιτική και την κοινωνία στους καιρούς μας.  Αργότερα θα εμπλουτίσουμε με το νέο περιεχόμενο το ανανεωμένο memorandum days .    Σας ευχαριστούμε για την αγάπη σας.

O Χασοδίκης, Ο Καβουρίδης και ο Παύλος, μια εντελώς φανταστική ιστορία

    Ο κος Χασοδίκης καθόταν αναπαυτικά στην περιστρεφόμενη δερμάτινη πολυθρόνα του. Μπροστά  απλωνόταν το  πολυτελές εβένινο γραφείο  και πίσω του,  μέσα από  την τζαμαρία του μεγάλου παράθυρου, δέσποζε πάνω στον ιερό βράχο η αρμονική φιγούρα του Παρθενώνα, κυκλωμένου μέσα στην λιτή του μεγαλοπρέπεια από τα απαλά χρώματα του αττικού σούρουπου.       Ήταν μια καλή μέρα για τον κο Χασοδίκη. Παρά την μεγάλη κρίση που έπληττε χιλιάδες συναδέλφους του, ο ίδιος είχε εξασφαλίσει για το  γραφείο του μερικές μεγάλες υποθέσεις, που θα συντηρούσαν  για καιρό τα κέρδη του.   Ίσως γι αυτό ο κος Χασοδίκης είχε μια έκφραση ικανοποίησης καθώς ατένιζε σιωπηλά τον Παρθενώνα  και χάιδευε ράθυμα την κοιλίτσα του κάτω από το ακριβό γιλέκο. Ίσως όμως και να σκεφτόταν το ξανθό γκομενάκι που θα συναντούσε αργότερα στην κρυφή του γκαρσονιέρα..Ποιος ξέρει...      Τότε άρχισε να δονείται το  τηλέφωνο. Ο κος Χασοδίκης μισούσε τα τηλέφωνα ειδικά όταν του διέκοπταν τις σκέψεις του.  Απηυδισμένος όπως ήταν από τα